- σπονδυλικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στους σπονδύλους.2. «σπονδυλική στήλη», ραχοκοκαλιά.3. μτφ., βάση, το σπουδαιότερο μέρος: Ο στρατός αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του κράτους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.